- ευδοκία
- η уст. благосклонность, расположение; благожелательность; дружелюбие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐδοκία — εὐδοκίᾱ , εὐδοκία good will fem nom/voc/acc dual εὐδοκίᾱ , εὐδοκία good will fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐδοκία — Εὐδοκίᾱ , Εὐδοκία good will fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐδοκίᾳ — Εὐδοκίᾱͅ , Εὐδοκία good will fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδοκία — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Η οσιομάρτυρας, η εκ Σαμαρειτών. Έζησε επί Τραϊανού και ήταν πόρνη. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό. Η μνήμη της τιμάται την 1η Μαρτίου. 2. Η μάρτυς. Καταγόταν από την Ανατολή και αιχμαλωτίστηκε από τους… … Dictionary of Greek
εὐδοκίᾳ — εὐδοκίαι , εὐδοκία good will fem nom/voc pl εὐδοκίᾱͅ , εὐδοκία good will fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ευδοκία η Μακρεμβολίτισσα — (; – 1096;). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, σύζυγος του Κωνσταντίνου Γ’ Δούκα (1059 67) και ύστερα του Ρωμανού Δ’ του Διογένη (1068 71). Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, πεθαίνοντας, άφησε κηδεμόνα των γιων του τη μητέρα τους Ε., θέτοντάς της ως όρο, να … Dictionary of Greek
Εὐδοκίας — Εὐδοκίᾱς , Εὐδοκία good will fem acc pl Εὐδοκίᾱς , Εὐδοκία good will fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδοκίας — εὐδοκίᾱς , εὐδοκία good will fem acc pl εὐδοκίᾱς , εὐδοκία good will fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδοκίαι — εὐδοκία good will fem nom/voc pl εὐδοκίᾱͅ , εὐδοκία good will fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐδοκίαι — Εὐδοκίᾱͅ , Εὐδοκία good will fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδοκίαν — εὐδοκίᾱν , εὐδοκία good will fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)